- αγαρηνός
- -ή, -ό (Μ ἀγαρηνός, -ή, -όν)προσωνυμία τών μωαμεθανών·|| νεοελλ. μτφ.1. κακούργος, αδυσώπητος, αλλόθρησκος2. (το ουδ. ως επίθ.) μουσουλμανικός, τουρκικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. Ἄγαρ, η παλλακίδα τού Αβραάμ, τής οποίας ο γιος Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης τών Αράβων].
Dictionary of Greek. 2013.